Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήμαιθον — ἥμαιθον, τὸ (Α) (στην Κύλικο) μισός οβολός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εμφανίζει πιθ. το ημι ως α συνθετικό (με συγκοπή τού ι ), ενώ το β συνθετικό είναι άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ἤμαιθα — ἤμαιθον half obol neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)